O πατέρας του ιταλικού φωτορεπορτάζ
O Mario De Biasi (1923-2013) αποτύπωσε μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές του 20ού αιώνα. Με νεορεαλιστικό στυλ, ο De Biasi φωτογράφισε σκηνές από την καθημερινή ζωή στην Ιταλία κατά την περίοδο της ανασυγκρότησης και της συμφιλίωσης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθησης της δεκαετίας του 1960. Το 1953 έγινε ο πρώτος μόνιμος φωτογράφος του ιταλικού περιοδικού Epoca, όπου εργάστηκε για πάνω από τριάντα χρόνια.
Ως ξένος ανταποκριτής, ο De Biasi έκανε ρεπορτάζ στους δρόμους της Νέας Υόρκης, την Ουγγρική Επανάσταση του 1956 και τις παγκόσμιες φοιτητικές διαμαρτυρίες του 1968. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και ο τίτλος Maestro della Fotografia Italiana, η υψηλότερη διάκριση της Federazione Italiana Associazioni Fotografiche, συμμετείχε και στην έκθεση του Guggenheim το 1994 με τίτλο «The Italian Metamorphosis, 1943-1968».
Ο μοντερνισμός στο έργο του με τις «straight» φόρμες του, ήταν αναμφίβολα μια σημαντική καλλιτεχνική έμπνευση και σχεδόν έγινε σχολή φωτογραφίας.
Το περισσότερο έργο του είναι οργανωμένο μέσα σε ορθογώνιο φωτογραφικό καρέ, τραβηγμένο ευθεία ή από ψηλά. Ο κεντρικός πυρήνας των θεμάτων του δένει αρμονικά με το περιβάλλον, δημιουργώντας αυτοσχέδιες "μεταφορές" «à la sauvette» - "στα κρυφά" όπου μερικές φορές θυμίζουν τον Cartier Bresson, ίσως τον φωτογράφο που είναι πιο κοντά στον De Biasi από οπτική άποψη.
Ο Mario De Biasi απέκτησε αμέσως ένα προσωπικό στυλ που τον οδήγησε να παρατηρεί την πραγματικότητα με περιέργεια, χωρίς να κάνει διακρίσεις μεταξύ των μεγάλων προσωπικοτήτων που απεικόνιζε, από την Brigitte Bardot και τη Marlene Dietrich μέχρι τους απλούς ανθρώπους που απαθανάτιζε με το μάτι του ρεπόρτερ.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτή η ικανότητα βρίσκεται ήδη στο «Domenica d’agosto», τη φωτογραφία που τραβήχτηκε όταν ήταν ακόμα ερασιτέχνης, προλαβαίνοντας με το κλικ του το κορίτσι που για να μην βραχεί στη λακκούβα με το ποδήλατό της, σηκώνει χαμογελαστή τα πόδια της.
Αντίθετα, η φωτογραφία «Gli italiani si voltano» τραβήχτηκε όταν ο De Biasi ήταν ήδη επαγγελματίας: το εβδομαδιαίο περιοδικό Bolero Film ζήτησε από το Epoca να τον δανείσει για ένα φωτορεπορτάζ με την ηθοποιό Moira Orfei στο Μιλάνο.
Η φωτογράφιση ξεκινά στην Piazza San Babila και η ουρά των περίεργων ανθρώπων τον ακολουθεί κατά μήκος του Corso Vittorio Emanuele μέχρι την Piazza del Duomo.
Εδώ ο De Biasi είχε την ιδέα να ακολουθεί φωτογραφίζοντας την Orfei ενώ περπατά στο κέντρο του Μιλάνου, με ένα λευκό φόρεμα και φόντο τους άνδρες να την παρακολουθούν γοητευμένοι. Πενήντα χρόνια αργότερα, η φωτογραφία αυτή θα γίνει διάσημη και θα εκτεθεί στο Guggenheim της Νέας Υόρκης σε μια έκθεση για την ιταλική τέχνη, σε επιμέλεια του Germano Celant.
Εκτός από σπουδαίος φωτογράφος ο Mario De Biasi υπήρξε λάτρης της ζωγραφικής, ήταν επίσης και ένας ταλαντούχος σχεδιαστής.
Ο De Biasi ήταν μανιώδης καλλιτέχνης σχεδίαζε παντού σε κάθε επιφάνεια. Δημιούργησε μια λαμπρή σειρά έγχρωμων εικόνων με ήλιους, ψάρια, καρδιές, μάτια, κεφάλια και άλλα. Ένα σύμπαν με έντονα χρώματα και ατελείωτη φαντασία.
Mario De Biasi
Silvia de Biasi, (κόρη του), συνένετευξη στη La Repubblica το 2021
1954, μια εκρηκτική Moira Orfei 23 ετών, ηθοποιός, άγνωστη στο ευρύ κοινό, διασχίζει το δρόμο λίγα βήματα μακριά από τη Galleria Vittorio Emanuele στο Μιλάνο...
Γεννιέται μια εικόνα σύμβολο. Πίσω από τον φακό βρισκόταν ένας 31χρονος πρώην τεχνικός ραδιοφώνου, ο Mario De Biasi, ο οποίος μόλις ένα χρόνο πριν είχε ενταχθεί στη συντακτική ομάδα του εβδομαδιαίου περιοδικού Epoca. Η φωτογραφία του έγινε παροιμιώδης με τον τίτλο "Gli italiani si voltano" (Οι Ιταλοί γυρίζουν το κεφάλι).
Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η φωτογραφία δημιουργήθηκε εντελώς τυχαία: «Δεν ήταν καν μια δουλειά για το Epoca», μας λέει η Silvia De Biasi, κόρη του φωτογράφου που απεβίωσε το 2013 σε ηλικία 90 ετών. «Τον είχαν καλέσει από τη συντακτική ομάδα ενός άλλου εβδομαδιαίου περιοδικού της Mondadori, του Bolero Film.
Η ιδέα να την βάλουν να περπατήσει στο δρόμο ανάμεσα στον κόσμο δεν ήταν δική του, αλλά ήταν αυτός που σκέφτηκε να την ντύσει στα λευκά». Πράγματι, η φωτογραφία έκανε το γύρο του κόσμου, τόσο που το 1994 χρησιμοποιήθηκε από το Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης ως αφίσα έκθεσης για την Ιταλία.
Τα σύμβολα του Μιλάνου
Η Silvia De Biasi συνεχίζει: "εκείνη η φωτογραφία είχε για τον πατέρα μου και μια άλλη σημασία. Ο μπαμπάς έλεγε ότι είχε καταφέρει, σε μια εικόνα, να συμπυκνώσει πολλά σύμβολα του Μιλάνου, τη Lambretta, την έκδοση της Notte που ξεπροβάλλει από την τσέπη ενός περαστικού, την πινακίδα του Bar Zucca" κ.α.
Ο De Biasi, που καταγόταν από το Μπελλούνε, είχε φτάσει στο Μιλάνο σε ηλικία δεκαπέντε ετών. Εργάστηκε ως εργάτης και στη συνέχεια ως ηλεκτρολόγος στη Magneti Marelli, κατά τη διάρκεια του πολέμου είχε σταλεί σε καταναγκαστική εργασία στη Siemens της Νυρεμβέργης. Εκεί, κυριολεκτικά ανάμεσα στα ερείπια, γεννήθηκε η αγάπη του για τη φωτογραφική τέχνη. Επιστρέφοντας στο Μιλάνο, με μια μηχανή Welta στο λαιμό, μετέτρεψε το πάθος του σε επάγγελμα.
Η Silvia γεννήθηκε το 1952, την παραμονή του μεγάλου άλματος: «Ήμουν λίγων μηνών όταν ο μπαμπάς άφησε τη Magneti Marelli και πήγε για δύο μήνες δοκιμαστικά στην Epoca. Η μαμά έλεγε πάντα: «Παντρεύτηκα έναν υπάλληλο και μετά βρήκα έναν ταξιδευτή».
"Ήταν πολύ δύσκολοι καιροί για εκείνη, μόνη με μια κόρη να μεγαλώσει. Ειδικά στη δεκαετία του '60, ο πατέρας μου δεν ήταν ποτέ στο σπίτι, έφευγε και δεν επέστρεφε για μήνες. Χτυπούσε το τηλέφωνο και άρχιζε να τρέχει μεταξύ της κρεβατοκάμαρας και του γραφείου του. Γέμιζε μια βαλίτσα με δύο αλλαγές ρούχων, ένα μπλουζάκι και λίγα πράγματα. Το πιο σημαντικό για αυτόν ήταν η τσάντα με τις φωτογραφικές μηχανές. Η μητέρα μου λάμβανε σύντομα νέα του μέσω της γραμματέως της Epoca".
Λίγους μήνες αργότερα, στη Βουδαπέστη, κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εισβολής, τραυματίζεται από θραύσμα οβίδας και κερδίζει το παρατσούκλι «ο τρελός Ιταλός». Το 1959 βρίσκεται στη Τεχεράνη για το γάμο του Σάχη. Το 1969 θα βρίσκεται μαζί με τους αστροναύτες Άρμστρονγκ και Άλντριν στη NASA στο Χιούστον πριν από την εκτόξευση. Από το 1955 έως το 1958 καλύπτει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, δεν υπάρχει ούτε ένας σταρ που να μην έχει απαθανατιστεί από τον φακό του, από τον Χένρι Φόντα έως τον Φεντερίκο Φελίνι, από την Μπριζίτ Μπαρντό έως τη Ρόμι Σνάιντερ.
Και η Σοφία Λόρεν που, αντί να χαμογελάσει στους φωτογράφους που συνωστίζονται μπροστά της, σκύβει και κοιτάζει τον φακό του De Biasi που είναι κρυμμένος κάτω από ένα φράχτη.
Από το Μεξικο, την Ινδία, τη Νέα Υόρκη έως την Ιερουσαλήμ, από την Αφρική έως τη Λατινική Αμερική, ο φακός του καταγράφει τη φύση, τα τοπία και τους ανθρώπους στις αγορές. «Στα σημειωματάριά του», λέει η Σίλβια, «βρήκα όλα τα θέματα που τον ενδιέφεραν. Αν έβλεπε ένα ζευγάρι να φιλιέται, το φωτογράφιζε. Ή ανθρώπους που κοιμούνται, που καπνίζουν, που τρώνε. Είχε την επιθυμία να τα καταγράψει όλα. Φανταζόταν μια ιστορία φτιαγμένη από ακολουθίες εικόνων. Μια φορά τον έστειλαν στο Windsor στην έκθεση αλόγων παρουσία της Ελισάβετ και του Φίλιππου. Αφού τελείωσε η δουλειά, είδε τις πλεξούδες από τις χαίτες των αλόγων και άρχισε να τις φωτογραφίζει, με αποτέλεσμα να βγει μια υπέροχη σειρά».
Το «πλευρικό βλέμμα»
«Μια φωτογραφία που με συγκινεί πάντα είναι αυτή του μπαλέτου του Ρίμινι το '53, της χρονιάς που μπήκε στην Epoca. Η εφημερίδα τον έστειλε να κάνει μια πολύ συνηθισμένη δουλειά: για τις «παραλίες των Ιταλών». Παρατηρεί ότι στο Grand Hotel υπάρχουν μερικές χορεύτριες για πρόβες και αμέσως σκαρφαλώνει στο περβάζι ενός παραθύρου και τις φωτογραφίζει στις πρόβες τους: μια φωτογραφία μοντέρνα για την εποχή εκείνη, την οποία δημοσίευσε το Epoca».
Από τη γενιά του Alberto Berengo Gardin, του Paolo Monti και του Fulvio Roiter, ο Gillo Dorfless χαρακτήρισε τον Mario De Biasi ως «έναν από τους σημαντικότερους φωτογράφους - καλλιτέχνες».
Δεν ήταν μόνο ρεπόρτερ, ας πάρουμε για παράδειγμα τη σειρά των «φιλιών» ή την εννοιολογική τέχνη που δημιούργησε στα ογδόντα του χρόνια στην κουζίνα του με ό,τι αντικείμενο έβρισκε μπροστά του. «Συχνάζε με ζωγράφους και γλύπτες, όπως τον Aligi Sassu και τον Bruno Munari, καλλιτεχνικό διευθυντή, ο οποίος ζούσε δύο σπίτια μακριά από το δικό μας.
Περνούσε κάτω από τα παράθυρά του, χτυπούσε και ανέβαινε. Πιστεύω ότι έμαθε πολλά από τον Munari», λέει η Silvia, η οποία μετά το θάνατο του πατέρα της δεν είχε το θάρρος για ένα χρόνο να μπει στο σπίτι του όπου «δεν υπήρχε ούτε ένα εκατοστό ελεύθερο από αντικείμενα, στοίβες βιβλίων σαν τοτέμ μέχρι το ταβάνι, έπρεπε να ανοίξω δρόμο με το μαχαίρι σαν στη ζούγκλα».
Μετά της πήρε άλλο ένα χρόνο να καταλογογραφήσει «δεκάδες χιλιάδες διαφάνειες». Μια ζωντανή μνήμη από πρόσωπα, χρώματα και ιστορίες. «Τα πορτρέτα του για παράδειγμα είναι πορτρέτα που σου μιλάνε. Οι άνθρωποι τον εμπιστεύονταν. Και να σκεφτείς έλεγε ότι ήταν ντροπαλός...»
Κάνει μια παύση και μετά λέει: «Ίσως να ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις ντροπαλός, αλλά όχι όταν επρόκειτο να τραβήξει μια καλή φωτογραφία...»
επιμέλεια : J.Eco
πηγές: artsy.net - le stanze della fotografia.it - WiKi - La Repubblica.it
διαβάστε στο aspromavro :
Nino Migliori, ο Ιταλός φωτογράφος του μεσοπολέμου
Gianni Berengo gardin, ο Bresson της Ιταλίας
Piergiorgio Branzi, η περιπλάνιση του βλέμματος























































