«Το να βγάζω φωτογραφίες είχε γίνει μια αναγκαιότητα και δεν ήθελα να το παρατήσω για τίποτα στον κόσμο»
Η Inge Morath γεννήθηκε στο Γκράτς της Αυστρίας το 1923. Σπούδασε γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κατακτώντας την ευχέρεια στη γαλλική, αγγλική, ρουμανική, ισπανική, ρωσική και κινεζική γλώσσα, καθώς και τη μητρική της γερμανική.
Εργάστηκε ως μεταφράστρια, στη συνέχεια ως δημοσιογράφος και συντάκτρια για το "Heute" - ένα περιοδικό που εκδιδόταν στα γερμανικά από το Τμήμα Πληροφοριών του Αμερικανικού Στρατού στην κατεχόμενη Γερμανία, με έδρα το Μόναχο - διατηρώντας ένα διπλό ταλέντο για τις λέξεις και τις εικόνες που την έκανε να ξεχωρίζει μεταξύ των συναδέλφων της.
Φίλη του φωτογράφου Ernst Haas, έγραφε άρθρα για να συνοδεύει τις φωτογραφίες του και προσκλήθηκε από τον Robert Capa και τον Haas στο Παρίσι για να ενταχθεί ως συντάκτρια στο νεοσύστατο πρακτορείο Magnum. Άρχισε να φωτογραφίζει στο Λονδίνο το 1951 και εντάχθηκε στο Magnum Photos ως φωτογράφος το 1953. Ενώ εργαζόταν στις πρώτες της αποστολές, η Morath βοηθούσε επίσης τον Henri Cartier-Bresson κατά τη διάρκεια των ετών 1953-54. Έγινε πλήρες μέλος του Magnum το 1955.
Inge Morath
Τα επόμενα χρόνια, η Morath ταξίδεψε εκτενώς στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για τις τέχνες βρήκε έκφραση σε φωτογραφικά δοκίμια που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα κορυφαία περιοδικά. Μετά το γάμο της με τον θεατρικό συγγραφέα Arthur Miller το 1962, η Morath εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και το Κονέκτικατ. Επισκέφθηκε για πρώτη φορά την ΕΣΣΔ το 1965. Το 1972, σπούδασε κινεζικά και απέκτησε βίζα για την Κίνα, πραγματοποιώντας το πρώτο από τα πολλά ταξίδια της στη χώρα το 1978.
Η Morath ένιωθε άνετα παντού. Μερικά από τα πιο σημαντικά έργα της είναι πορτρέτα, τόσο άγνωστων όσο και διασημοτήτων. Ήταν επίσης έμπειρη στη φωτογράφιση χώρων: οι φωτογραφίες της από το σπίτι του Μπόρις Παστερνάκ, τη βιβλιοθήκη του Πούσκιν, το σπίτι του Τσέχωφ, την κρεβατοκάμαρα του Μάο Τσε Τουνγκ, τα στούντιο καλλιτεχνών και τα μνημεία των νεκροταφείων είναι διαποτισμένες με το πνεύμα των αόρατων ανθρώπων που εξακολουθούν να είναι παρόντες.
Η Inge Morath πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 30 Ιανουαρίου 2002.
Arthur Miller and Inge Morath
Το έργο: «The Mask» της Inge Morath και του Saul Steinberg
Ο Aaron Schuman εξερευνά πως μια συνάντηση μεταξύ φωτογράφου και καρτουνίστα πυροδότησε μια από τις πιο ξεχωριστές καλλιτεχνικές συνεργασίες στην ιστορία της Φωτογραφίας.
«Έτσι το θυμάμαι...», αναπολούσε η φωτογράφος Inge Morath το 2000. «Το 1956 έφτασα επιτέλους στη Νέα Υόρκη. Ο Mili τηλεφώνησε στον Saul Steinberg και ο Saul συμφώνησε να με συναντήσει και ίσως να μου ποζάρει για ένα πορτρέτο. Ορίστηκε η ημερομηνία. Upper East Side στη δεκαετία του '70. Χτύπησα το κουδούνι και ο Saul Steinberg βγήκε φορώντας στο κεφάλι του μια χάρτινη σακούλα στην οποία είχε ζωγραφίσει ένα αυτοπορτρέτο».
Έτσι ξεκίνησε μια από τις πιο αινιγματικές και συναρπαστικές καλλιτεχνικές συνεργασίες μεταξύ φωτογράφου και καρτουνίστα στην ιστορία. Το αποτέλεσμα ήταν μια περίεργη συλλογή εικόνων που συχνά αναφέρεται ως «Mask Series», η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ της πρώτης τους συνάντησης και του 1962, απεικονίζει μια σειρά από φιγούρες που φορούν διάφορες μάσκες από χαρτόκουτα και χάρτινες σακούλες, δημιουργημένες από τον Steinberg και φωτογραφημένες με έναν μάλλον απλό και ανεπιτήδευτο τρόπο από τη Morath.
Με την πρώτη ματιά, αυτές οι φωτογραφίες δεν μοιάζουν απόλυτα με εκείνες του πιο παραδοσιακού φωτορεπορταζικού έργου της Morath, το οποίο συχνά εμπνεόταν από το πνεύμα της «αποφασιστικής στιγμής» και βασιζόταν στην ευφυή αυθορμητικότητα και την οξυδερκή, ευφάνταστη παρατήρηση.
Αντίθετα, τείνουν να υποδηλώνουν έναν πιο πειραματικό συνδυασμό του μοντερνισμού των αρχών του 20ού αιώνα (π.χ. Les Demoiselles d’Avignon του Pablo Picasso – 1907), των ημι-casual πορτρέτων του Henri Cartier-Bresson με σεβαστούς καλλιτέχνες, συγγραφείς και φιλοσόφους (π.χ. Henri Matisse, Albert Camus, Igor Stravinsky, Jean Paul Sartre και άλλοι, δεκαετία του 1940) και τα υψηλά επίπεδα της διανόησης της Νέας Υόρκης στα μέσα του αιώνα (π.χ. το έργο του Τρούμαν Καπότε «Πρωινό στο Τίφανις» 1958).
Ωστόσο, δεδομένης της πορείας των δύο καλλιτεχνών, μια τέτοια ενδιαφέρουσα σύγκλιση των πρωτοποριακών πολιτιστικών αναφορών των προηγούμενων πενήντα ετών και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δεν ήταν καθόλου περίεργη σύμπτωση.
Ο Robert Capa, εντυπωσιασμένος από τα άρθρα της στο "Heute", ένα περιοδικό που εκδιδόταν στα γερμανικά από το Τμήμα Πληροφοριών του Αμερικανικού Στρατού στην κατεχόμενη Γερμανία, την προσκάλεσε να εργαστεί ως συντάκτρια στο γραφείο του Magnum στο Παρίσι το 1949.
Εκεί ήρθε σε επαφή με τα contact-sheets από τα φίλμ που έστειλε ο Cartier-Bresson, δηλώνοντας χρόνια αργότερα: «Μελετώντας τον τρόπο φωτογράφισης του [Henri], έμαθα πώς να φωτογραφίζω, πριν καν πάρω μια φωτογραφική μηχανή στα χέρια μου».
Saul Steinberg
Γεννημένος στη Ρουμανία εννέα χρόνια πριν από τη Morath, ο Steinberg εγγράφηκε για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου, το οποίο κάποτε περιέγραψε ως «ένα άνετο σχολείο... υπό την επήρεια του κυβισμού». Ως φοιτητής εκεί άρχισε να συνεισφέρει με καρτούν στο Bertoldo – ένα χιουμοριστικό περιοδικό με σατιρικό και σουρεαλιστικό χαρακτήρα, με έδρα το Μιλάνο - πριν φύγει από την Ευρώπη, λόγω της ανόδου του φασισμού και του αντισημιτισμού. Τελικά μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1942, όπου βρήκε σταθερή δουλειά ως καρτουνίστας και εικονογράφος για το The New Yorker, μεταξύ των άλλων εκδόσεων.
Το 1946, προσκλήθηκε να συμμετάσχει στην έκθεση «Fourteen Americans» στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Steinberg είχε καθιερωθεί στη λογοτεχνική και καλλιτεχνική σκηνή του Μανχάταν, εκθέτοντας τακτικά σε γκαλερί και μουσεία σε όλο τον κόσμο και συνεισφέροντας συχνά όχι μόνο στο The New Yorker, αλλά και στα περιοδικά Vogue, Mademoiselle, Harper’s Bazaar, Fortune, TIME και LIFE.
Saul Steinberg
Από αισθητική και εννοιολογική άποψη, το έργο «Mask Series» προέρχεται από τις εξαιρετικές ζωές των δημιουργών του και είναι το αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ δύο δυναμικών Ευρωπαίων με πλούσια καλλιτεχνική εμπειρία, στη καρδιά του Μανχάταν, κατά τη διάρκεια των πιο ζωντανών ετών της οικονομικής άνθησης της Αμερικής.
Ως εκ τούτου, προσφέρει μια μοναδικά εκλεπτυσμένη και ελαφρώς σαρκαστική, ειρωνική άποψη για αυτό το συγκεκριμένο μέρος, σε αυτή την ιδιαίτερα περίεργη εποχή.
Οι πρώτες φωτογραφίες δείχνουν τον Steinberg στο διαμέρισμά του, να ποζάρει με μάσκες που αντικατοπτρίζουν παραλλαγές του alter ego του: ένας μεσήλικας άνδρας με μακρύ πρόσωπο και γυαλιά, απλά σχεδιασμένος με ένα φαρδύ μουστάκι και μια αδιάφορη έκφραση (απεικονισμένη με τον απλούστερο δυνατό τρόπο: μια ενιαία, ευθεία, τέλεια οριζόντια γραμμή για στόμα).
Σταδιακά, καθώς οι μάσκες του Steinberg εξελίσσονταν και αναπτύσσονταν με την πάροδο των ετών από απλά αυτοπορτρέτα σε μια ποικιλία από κομψά, περίτεχνα πλάσματα με μεγάλα μάτια που συχνά φέρουν ανησυχητικά μανιακά χαμόγελα, ή εναλλακτικά σε ένα μείγμα από χαρακτήρες με βαριά φρύδια και έντονες σκιές που φαίνεται να εκπέμπουν έναν πλούσιο και μάλλον κουρασμένο εσωτερικό κόσμο.
Οι φωτογραφίες της Morath γίνονται επίσης πιο δυναμικές και αυτοσχέδιες. Σταδιακά αρχίζει να χρησιμοποιεί φίλους, κάποιες νεαρές γυναίκες από το γραφείο της και αρκετούς ιδιόρρυθμους ποιητές όπου τους ζητά να ποζάρουν για εκείνη φορώντας τις μάσκες του Steinberg.
Επιπλέον, βρίσκει νέους χώρους όπως ένα κομψό αρχοντικό στο Gramercy Park, δωμάτια στο Chelsea Hotel, παραλίες και παραθαλάσσια σπίτια στο Long Island και αλλού.
Επιφανειακά, αυτές οι εικόνες φαίνονται παιχνιδιάρικες, χαρούμενες, διαποτισμένες με παιδικό χιούμορ και φαντασία. Ωστόσο, κοιτάζοντας τη σειρά πιο προσεκτικά και συνολικά, οι φωτογραφίες αρχίζουν σταδιακά να λειτουργούν ως αινιγματικές μεταφορές για την απόκοσμη χαρά και αθωότητα της μεταπολεμικής Αμερικής τη δεκαετία του 1950, όπως τις έβλεπαν δύο κουρασμένοι Ευρωπαίοι που ήταν περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντι σε μια κουλτούρα που έκρυβε την υποβόσκουσα αναταραχή της πίσω από γλυκανάλατα, αυτάρεσκα χαμόγελα και έθαβε τις ανασφάλειές της κάτω από επιφανειακές επιδείξεις ευημερίας και πλούτου.
Οι εξελισσόμενες μάσκες του Steinberg, καθώς και η ποικιλία των προσεκτικά επιλεγμένων στιγμών, τοποθεσιών και χορογραφημένων ενσταντανέ της Morath, μεταμορφώνουν τα θέματά τους σε καρικατούρες της εποχής.
Κυρίες της υψηλής κοινωνίας με γούνινα παλτά και μικρά μαύρα φορέματα, χαριτωμένες γραμματείς, αυτοϊκανοποιημένοι επιχειρηματίες, όμορφες λουόμενες και εκκεντρικοί μποέμ. Ταυτόχρονα, κρύβοντας την ταυτότητα των υποκειμένων τους πίσω από αυτές τις ιδιότροπες μάσκες, αποκαλύπτουν μέσα από την υπερβολή την αρρωστημένη, απειλητική φύση του Αμερικανικού Ονείρου της δεκαετίας του 1950, όπως αυτό προωθούνταν από τους «Madison Avenue Men» λίγα τετράγωνα μακριά από το διαμέρισμα του Steinberg και εφαρμόζονταν σε ολόκληρη τη χώρα.
«Madison Avenue»
Στη δεκαετία του 1950, ο όρος «Madison Avenue» αναφερόταν στο επίκεντρο της αμερικανικής διαφημιστικής βιομηχανίας, ενώ οι «Μen» ήταν τα στελέχη που εργάζονταν εκεί, οι οποίοι συχνά αποκαλούνταν «Mad Men». Αυτή η εποχή ήταν η «χρυσή εποχή» της διαφήμισης, που χαρακτηριζόταν από μια δημιουργική επανάσταση με ισχυρές εκστρατείες στον τύπο. Αν και ο όρος «Mad Men» επινοήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 για να περιγράψει αυτά τα πρόσωπα, η δεκαετία του 1950 έθεσε τα θεμέλια για τις δραματικές αλλαγές και τη «δημιουργική επανάσταση» των επόμενων δεκαετιών.
Μέσα λοιπόν στο γραφικό κοσμοπολίτικο περιβάλλον της εκλεπτυσμένης Νέας Υόρκης, αυτές οι γκριμάτσες παραμορφώνουν και υπονομεύουν την αυταρέσκεια της εποχής, προαναγγέλλοντας κατά κάποιο τρόπο την αιχμηρή φωτογραφία δρόμου που θα χαρακτήριζε την ίδια τη πόλη κατά την επόμενη δεκαετία.
Σκεφτείτε τις «μάσκες» της πραγματικής ζωής που αποκαλύπτονται στα έργα της Diane Arbus: Two Ladies at the Automat, Woman With a Veil, Child with Toy Hand Grenade in Central Park κ.λπ. 'Η εκείνες που φορούσαν οι φιγούρες που παρελαύνανε πάνω-κάτω στην 5η Λεωφόρο στο έργο του Garry Winogrand.
Το έργο «Mask Series», μας σαγηνεύει με την γοητευτική πρόσοψη-μάσκα για να αποκαλύψει στη συνέχεια σιγά-σιγά την πραγματική θλίψη που κρύβεται πίσω από αυτήν και την απελπιστική πραγματικότητα αυτού του μοναδικού αμερικανικού ονείρου.
Λεπτομερείς οδηγίες για το τύπωμα της φωτογραφίας στο σκοτεινό θάλαμο
Εκδόσεις για το έργο της Inge Morath
"Inge Morath, Magnum Legacy"
by Linda Gordon
«Στο φάκελο υπήρχαν τρεις φωτογραφίες, σχεδόν ίδιες, τραβηγμένες από διαφορετικές γωνίες, ένα περίεργο ξύλινο γλυπτό, ένα μακρόστενο κεφάλι κοριτσιού με μαλλί ίσιο και κοντό σαν νεαρού άνδρα με μάτια από λείο ξύλο πολύ μεγάλα και στραβά στο στενό πρόσωπο, με στόμα πλατύ και υπερβολικό, που θύμιζε τα χείλη ενός κλόουν. Με μια ματιά, έμοιαζε με πρωτόγονο γλυπτό αλλά μετά δεν έμοιαζε, γιατί εδώ ήταν ολόιδια η εικόνα της Holly Golightly, τουλάχιστον όσο μπορούσε να μοιάζει ένα σκοτεινό και ακίνητο πράγμα»...
Ο θεατρικός συγγραφέας Arthur Miller μιλώντας για τη σύζυγό του Inge Morath, είπε: «Για πάνω από μισό αιώνα, μετέτρεπε τους ανθρώπους και τους τόπους τους σε ποίηση».
Η περιέργεια, η συμπόνια και η γενναιότητα της Morath αναδεικνύονται με ζωντάνια σε αυτή τη βιογραφία, η οποία περιλαμβάνει εκπληκτικές εικόνες από κάθε στάδιο της καριέρας της.
Η βιογράφος Linda Gordon παρουσιάζει τη Morath να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, συχνά ως γυναίκα μόνη, αψηφώντας σιωπηλά αλλά αποφασιστικά τις συμβάσεις για το τι ήταν κατάλληλο για τις γυναίκες εκείνη την εποχή. Οι φωτογραφίες της αποκαλύπτουν τον κοσμοπολιτισμό της, που προήλθε από την αγάπη της για τη λογοτεχνία, την ευχέρεια σε πολλές γλώσσες και την αποστροφή της για τη ναζιστική Γερμανία, όπου πέρασε τα εφηβικά της χρόνια.
Ο σεβασμός της για όλες τις κουλτούρες του κόσμου, από την Ισπανία έως το Ιράν και την Κίνα, την έκανε ένα είδος "οπτικής εθνογράφου". Μια από τις πρώτες γυναίκες που εντάχθηκαν στο Magnum, η Morath ήταν εξαιρετική στο πορτραίτο, με ιδιαίτερη έλξη στους καλλιτέχνες, όπως ο ζωγράφος Saul Steinberg, η γλύπτρια Louise Bourgeois και ο συγγραφέας Boris Pasternak. Εργαζόταν κυρίως με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αλλά χρησιμοποιούσε επίσης με εξαιρετικό ταλέντο και το έγχρωμο από την αρχή της καριέρας της.
Μέσα από τις αποστολές του Magnum για την καταγραφή κινηματογραφικών σκηνών, γνώρισε τον Arthur Miller και ο γάμος τους διήρκεσε σαράντα χρόνια. Παρά την ποικιλία των θεμάτων, το έργο της Morath χαρακτηρίζεται από μια οικειότητα και άνεση με τις πολλές κουλτούρες του κόσμου. Πραγματικά ένας πολίτης του κόσμου, οι εικόνες της είναι ταυτόχρονα καθολικές και προσωπικές.
"Inge Morath: On Style"
by John P. Jacob
Πνευματώδης, παιχνιδιάρικη και αβίαστα κομψή, το «Inge Morath: On Style» αποκαλύπτει τις μορφές της μόδας και της αυτοέκφρασης που άνθισαν στην Αγγλία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες στις μεταπολεμικές δεκαετίες.
Το Inge Morath: On Style ακολουθεί τη φωτορεπόρτερ Inge Morath σε προσωπικές συναντήσεις με την Ingrid Bergman και την Audrey Hepburn, σε σκηνές από βιτρίνες στην 5η Λεωφόρο, στις αμερικανίδες που ανακαλύπτουν το Παρίσι, στη φρενήρη λαμπρότητα των κοινωνικών χορών και στις εργαζόμενες γυναίκες – από ηθοποιούς έως μοδίστρες και συγγραφείς – που κατακτούν τη θέση τους στον κόσμο. Οι φωτογραφίες στο On Style εστιάζουν σε μια εξαιρετική περίοδο της δημιουργικότητας της Morath, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, με μια νότα από έργα των τελευταίων χρόνων.
Εδώ βρίσκεται ο θεμελιώδης ανθρωπισμός, η χαρά και το αλάθητο μάτι για τη λαμπρή θεατρικότητα της ζωής που χαρακτήριζαν το έργο της Morath και την έκαναν μια από τις πιο διάσημες φωτογράφους της εποχής της.
"Portraits: Photographs by Inge Morath"
by Inge Morath (Author), Arthur Miller (Introduction)
Η Morath, φωτορεπόρτερ και σύζυγος του Arthur Miller, ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός του Henri Cartier-Bresson στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Με τέτοιες γνωριμίες, δεν είναι περίεργο που γνώρισε και φωτογράφησε σχεδόν όλους τους διακεκριμένους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου: Anais Nin, Jean Cocteau, Alexander Calder, Alfred Kazin και Igor Stravinsky είναι μόνο μερικοί από αυτούς.
Τα πορτρέτα της δεν είναι συμβατικά. Πολλά έχουν την ειλικρινή αλλά μη παρεμβατική όψη μιας προσωπικής στιγμιαίας φωτογραφίας. Σε αυτή την έκδοση η Morath θυμάται τις ιστορίες πίσω από τις φωτογραφίες, όπως θα έκανε κανείς γυρίζοντας τις σελίδες ενός οικογενειακού άλμπουμ. Μια συναρπαστική συλλογή.
Suzanne Kotz, Μουσείο Τέχνης του Σιάτλ
επιμέλεια: J. Eco
πηγές: magnumphotos.com - amazon books - hyperhypo.gr - icp.org
(αποσπάσματα - αναδημοσιεύσεις)
δείτε εδώ το αφιέρωμα του aspromavro στον Saul Steinberg τον μεγάλο εικονογράφο και καρτουνίστα
















































































