Η φωτογραφία δεν παραδίδεται ποτέ πλήρως σε αυτόν που τη βλέπει...
«'Ολες oι φωτογραφίες είναι ενδιαφέρουσες, ίσως και συγκινητικές, όταν είναι άρκετά παλιές», γράφει η Σούζαν Σόνταγκ, γιά νά μας υπενθυμίσει μέ υποδόριο τρόπο τή σαγήνη πού ασκεί τό παρελθόν όταν κατορθώνει νά επιβιώσει σέ πείσμα της λήθης και της φθοράς. 'Ενα τέτοιο κράμα λοιπόν, αθώας περιέργειας και συγκίνησης, προκύπτει σχεδόν άναπόφευκτα όταν διατρέχει κανείς μέ τό βλέμμα φωτογραφίες νεονύμφων άπό παλαιότερες έποχές. 'Αλλωστε ο γάμος είναι τελετή πού άπευθύνεται κατεξοχήν στο συναίσθημα. 'Ισως γι' αυτό η καθιέρωση της γαμήλιας φωτογραφίας, του τεκμηρίου μιας στιγμής πού θεωρείται μοναδική στή ζωή του άνθρώπου - έστω κι αν δεν είναι πάντοτε - έπήλθε πολύ γρήγορα μετά τήν εμφάνιση των πρώτων φωτογραφικών στούντιο γύρω στά μέσα του 19ου αιώνα.
Άπό μιά άποψη πού σήμερα τείνουμε νά τήν ξεχνάμε, ή φωτογραφία, όταν πρωτοεμφανίστηκε, ήταν μιά έπανάσταση. Γιά πρώτη φορά ό άνθρωπος άποκτούσε μιά άπολύτως πιστή απεικόνιση της μορφής του, πού μπορούσε νά άναπαραχθεί σχετικώς εύκολα και νά διατηρηθεί γιά τις έπόμενες γενεές.
Μέ τή φωτογραφία ή άνθρωπότητα μπορούσε νά συγκροτήσει τό πρώτο άποθετήριο άναμνήσεων μεγάλης άκριβείας. 'Ηταν λιγότερο δαπανηρή άπό ένα ζωγραφικό πορτρέτο, προνόμιο άνέκαθεν μόνο τών πλουσίων, και διαθέσιμη σέ πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα.
Ώς άντικείμενο άποθηκευόταν εύκολα και επιπλέον μπορούσε να ταχυδρομηθεί, συντηρώντας έτσι δεσμούς μεταξύ άνθρώπων πού ζούσαν σέ διαφορετικούς τόπους.
'Εκτοτε ή τεχνολογία άλλά και τά ήθη έχουν διανύσει μεγάλη άπόσταση. Στον σημερινό ψηφιακό κόσμο θεωρούμε σχεδόν δεδομένο αυτό πού δεν μετρά ούτε δύο αιώνες ζωής. Ό σύγχρονος άνθρωπος μπορεί νά φωτογραφηθεί άνά πάσα στιγμή, άρκεί νά έχει μαζί του ενα κινητό τηλέφωνο.
Η εύκολία μέ την οποία τραβά κανείς φωτογραφίες οδηγεί σέ πλήρη άδιαφορία γιά τό περιεχόμενο και τη σκοπιμότητά τους. Η ψηφιακή εύκολία κατάργησε τις ποιοτικές διακρίσεις, πολύ περισσότερο μάλιστα άφού μιά άνεπιθύμητη φωτογραφία μπορεί έξίσου εύκολα νά διαγραφεί άπό τη μνήμη της μηχανής. Οί εποχές πού οί φωτογραφίες ήταν λίγες, και γι' αυτό πολύτιμες, έχουν παρέλθει άνεπιστρεπτί.
'Οταν βυθίζει κανείς τό βλέμμα σέ παλιές φωτογραφίες, προσπαθεί νά διαρρήξει τό φράγμα πού εξ ορισμού χωρίζει τούς ανθρώπους έκείνους άπό τον σημερινό θεατή. Τίποτα δέν είναι πιο γοητευτικό σέ μιά φωτογραφία άπό την ίδια τη διττή φύση της: ενώ γίνεται άποδεκτή ώς τεκμήριο, δέν παύει νά καταγράφει μόνο ότι είναι άμεσα προσπελάσιμο, και μάλιστα σέ μία και μοναδική χρονική στιγμή.
Ο Ρολάν Μπάρτ τη χαρακτηρίζει «έλάχιστα διεισδυτική, αν έξαιρέσουμε τούς πολύ μεγάλους πορτρετίστες» και «επίπεδη με όλες τις σημασίες τής λέξης».
Άν δέν γνωρίζουμε έκ τών προτέρων τό σενάριο πού διαδραματίζεται στά ένδότερά της, μπορούμε νά τό άνασυνθέσουμε μόνο έν μέρει και αύθαίρετα, από λεπτομέρειες πού ίσως διακρίνουμε σέ αύτήν. Η άλήθεια όμως παραμένει: ή φωτογραφία δέν παραδίδεται ποτέ πλήρως σέ αυτόν πού τή βλέπει. 'Οσο εξονυχιστικά κι αν τήν έξετάσουμε, αύτό πού υπάρχει πίσω άπό την έπιφάνειά της θά μας διαφεύγει κατά τό μεγαλύτερο μέρος του.
'Ολες οί παλιές φωτογραφίες άντιμετωπίζονται συνήθως, και μάλλον ορθά, ως κειμήλια, και αύτό ισχύει κατά μείζονα λόγο γιά φωτογραφίες πού άπαθανατίζουν τούς μεγάλους σταθμούς της άνθρώπινης ζωής, όπως ο γάμος. Μία ή δύο άπό τις γαμήλιες φωτογραφίες ένδεχομένως καταλήγουν σε κορνίζες, οπού μένουν εκτεθειμένες γιά μεγάλο ή μικρό χρονικό διάστημα, ενώ οί υπόλοιπες, μετά τον πρώτο ένθουσιασμό, ένταφιάζονται στις σελίδες ενός άλμπουμ πού κάνεις δεν άνοίγει πιά. 'Οταν όμως επανέρχονται στο φώς, και ιδίως αν αύτό συμβαίνει υστέρα άπό δεκαετίες, μοιάζουν προς στιγμήν νά υπερβαίνουν την ονομαστική τους άξία και νά γίνονται εκπρόσωποι της έποχής και του κόσμου τους.
Συνήθως οί νεόνυμφοι στέκονται άπέναντι στον φακό φορώντας σάν μάσκα τη σοβαρότητα μέ την οποία άντιμετωπίζουν την προοπτική του έγγαμου βίου. Κάτω άπό τή μάσκα αυτή κρύβονται άκόμη και οί πλέον έπιφανειακές σκέψεις τους, πολύ περισσότερο όμως οί ειδικές συνθήκες τής εκάστοτε γαμήλιας ένωσης: οί χαρές άλλά και οί δυσκολίες, οί προσδοκίες άλλά και οί βιοτικές μέριμνες στις όποιες ο γάμος δέν θά δώσει λύση.
Πρόκειται γιά κατεξοχήν αινιγματικές φωτογραφίες. Τά πρόσωπα δέν είναι άπλώς άκίνητα και παγωμένα. Είναι, κατά την έκφραση του Μπάρτ, «άναισθητοποιημένα και καρφιτσωμένα, σαν πεταλούδες». Το φράγμα ορθώνεται άνάμεσα σέ αυτά και τον θεατή λίγο πολύ χωρίς ρωγμές. Αύτό είναι ένδεχομένως εύεξήγητο.
Τον 19ο αιώνα ή φωτογράφηση γίνεται άναγκαστικά, για τεχνικούς και κατ' έπέκταση οικονομικούς λόγους, στο στούντιο του φωτογράφου. Είναι σχεδόν βέβαιο οτι οί εικονιζόμενοι δεν έχουν καμία εξοικείωση μέ τον φακό και ή φωτογραφία αυτή είναι ίσως και ή μοναδική πού θα βγάλουν στή ζωή τους. 'Επειτα ή επισημότητα του γεγονότος και πιθανόν οί συμβάσεις μιας τοπικής κοινωνίας έρχονται νά ένισχύσουν την άκαμψία. Συναισθανόμενοι οτι ή στιγμή της φωτογράφησης θά κρατήσει για πάντα - εφόσον θά υπάρχει η φωτογραφία πού τήν έχει καταγράψει - οί νεόνυμφοι τήν καθιστούν μάρτυρα της δέσμευσης πού έχουν μόλις αναλάβει.
Σέ κάποιες φωτογραφίες κοιτούν τον φακό, σέ κάποιες άλλες ένα σημείο στο πλάι του ή σε άλλες τά βλέμματά τους διασταυρώνονται χιαστί. Η νύφη στέκεται άλλοτε δεξιά και άλλοτε άριστερά του γαμπρού. Μερικές φορές ό ένας έκ των δύο κάθεται ένώ ο άλλος μπορεί νά τού κρατά τό χέρι, ολα αυτά προφανώς καθ' ύπόδειξιν τού φωτογράφου - ύπόδειξη καθοριστική γιά τό τελικό άποτέλεσμα, πού φτάνει στά αυτιά μας σάν ψίθυρος άπό τά βάθη τού χρόνου.
Η άτμόσφαιρα άρχίζει νά άλλάζει μόλις τή δεκαετία του 1920
Τότε εμφανίζονται δειλά τά πρώτα χαμόγελα, όπως εμφανίζεται και μιά νότα τρυφερότητας, όταν οί νεόνυμφοι ποζάρουν μαζί και ό ένας γέρνει ελαφρώς προς τον άλλο ή άκουμπα τό χέρι στον ώμο του. Τό βλέμμα μαγνητίζεται άρχικά άπό τό ζευγάρι και μόνο σταδιακά παρατηρεί οτιδήποτε άλλο περιλαμβάνεται στο κάδρο.
Ό εξοπλισμός μέ τον οποίο είναι εφοδιασμένος ό φωτογράφος ώστε νά έμπλουτίσει και νά εξωραίσει τό θέμα του μπορεί νά προκαλέσει από ειρωνικό μειδίαμα έως θαυμασμό: ζωγραφισμένο φόντο (κήποι και κίονες που παραπέμπουν σέ πίνακες του Βαττώ και του Φραγκονάρ), κουρτίνες, χαλιά, πολυθρόνες και μικροέπιπλα πού θυμίζουν εσωτερικό άστικού σπιτιού.
Αργότερα συναντούμε φωτογραφίες τόσο έντεχνα σκηνοθετημένες (όπως του Νίκου Ζωγράφου και της Nelly's) πού κάνουν αυτές τις πρώτες άπόπειρες πλαισίωσης του ζευγαριού νά φαντάζουν συγκινητικά άδέξιες και απλοϊκές. 'Ωστόσο τό υλικό πού αιχμαλωτίζει τό βλέμμα είναι άνεξάντλητο άκόμα και εκεί όπου δεν προέχει η σκηνοθεσία.
Μέ τήν έλευση της φορητής μηχανής, πού δίνει ευελιξία στον φωτογράφο και επιφέρει τον έκδημοκρατισμό τής φωτογραφίας, οί νεόνυμφοι δραπετεύουν άπό τό στούντιο. Τώρα ή φωτογράφηση μπορεί νά γίνει σέ πιο φυσικό χώρο και τι πιο φυσικό στήν περίπτωση αύτή άπό τό προαύλιο τής έκκλησίας; Τώρα έπίσης μπορεί νά προκύψει άβίαστα και ή θεματική ποικιλία.
Φωτογραφίζεται η άφιξη, η άναχώρηση της νύφης, το μυστήριο και η γαμήλια δεξίωση. Τέτοιου είδους φωτογραφίες προσφέρονται για να άντλήσει κανείς μιαν αφήγηση και νά διακρίνει, οσο είναι δυνατόν, χαρακτήρες. Έδώ μπορούμε νά κάνουμε και πάλι κάποιες παρατηρήσεις: λόγου χάρη, δίπλα στή νύφη μέ τό παραδοσιακό νυφικό ό γαμπρός φορα ένα δυτικού τύπου κοστούμι, πού μοιάζει μάλιστα άπροσδόκητα σύγχρονο.
Στή χρονική διαδρομή αύτών τών δεκαετιών, καθώς η στάση του σώματος χαλαρώνει και η μόδα άλλάζει, ύποψιάζεται κανείς, άκόμη κι αν δέν τό γνωρίζει, πώς μεταβάλλεται άντίστοιχα και η κοινωνική θέση της γυναίκας. 'Οσο πλησιάζουμε στο παρόν, νιώθουμε τήν εξουσία του συζύγου νά φθίνει, καθώς οί γυναικείες μορφές στρέφουν δυναμικά και Θαρραλέα τό πρόσωπο τους στον φακό, άναδεικνύοντας ταυτόχρονα τή θηλυκότητα πού φρόντιζε νά κρύψει ό πουριτανισμός τών παλαιότερων εποχών.
Στο θεατή, σημερινό και μελλοντικό, πού θά σκύψει πάνω άπό τις φωτογραφίες αύτές εναπόκειται νά διακρίνει τήν άλλαγή τών καιρών, νά ψηλαφήσει και νά θαυμάσει, την πάροδο του χρόνου, της οποίας μόνο άδιάψευστο μέτρο είναι αύτές άκριβώς οί μεταβολές.
Μπορεί τελικά μιά γαμήλια φωτογραφία νά συνοψίσει μιά έποχή κι έναν κόσμο; Παρά τά όσα είπαμε περί άποτύπωσης ηθών, τάσεων και περί τεκμηρίων τεχνολογικής προόδου, ή άπάντηση είναι μάλλον όχι, ή τουλάχιστον όχι πλήρως.
Η γαμήλια φωτογραφία καταγράφει και διασώζει μιά έντελώς ειδική στιγμή στή ζωή του άνθρώπου. Είναι κατεξοχήν η φωτογραφία που φοράμε τά καλά μας και παραμερίζουμε την καθημερινότητα για τη δημόσια εικόνα ένός ιδιωτικού γεγονότος. 'Ετσι, μπορεί νά λειτουργήσει μόνο συμπληρωματικά στά τεκμήρια γιά τήν ιστορική συγκυρία και την καθημερινή διαβίωση.
'Ολες οί φωτογραφίες, συνεπείς μέ τή φύση τους, μας άφήνουν μόνο νά κρυφοκοιτάξουμε στον κόσμο τους και τήν έποχή τους. Αν μας περισσεύει η διάθεση και η φαντασία, δέν έχουμε παρά νά συμπληρώσουμε οί ίδιοι οσα αδυνατεί νά συλλάβει ό φωτογραφικός φακός.
Και αυτό ίσως είναι ένα εύχάριστο παιχνίδι φυγής άπό μιάν άχαρη πραγματικότητα.
κείμενο: Ελιάνα Χουρμουζιάδου, (απόσπασμα - αναδημοσίευση)















.jpg)






